Ζωή


Ζωή ταξιδεμένη στη φουρτούνα του ανοιχτού πελάγους,
με τα πανιά φουσκωμένα απ’τον άνεμο του μεγάλου πάθους·

βγαλμένη απ’τη σειρά του πατημένου δρόμου, ξέστρατη·

που χτυπιέται αλύπητα, κλονίζεται,
παραπατά και πέφτει και ματωμένη σηκώνεται,
όχι για να δέσει τις πληγές της μα
με την ίδια πάντα πίστη για να βαδίσει
τον δρόμο, που είναι δρόμοι, όλοι μαζί οι δρόμοι·
όσοι μένουν απάτητοι και ασκητικοί·
όσοι δεν σταματούν ούτε στου θανάτου το σύνορο·


ζωή που φέρνει ζωή,

πέρα από κάθε κρίση κι επίκριση,
πέρα από κάθε μέτρημα και κάθε ζύγισμα,
που σηκώνεται μες στο σκοτάδι
σαν εωσφορικό μετέωρο και λάμπει
σαν αστέρι προφητικό μες στην αιώνια νύχτα

Ζωή!

Ας είναι και για μια μόνο στιγμή!

Προς αυτή σηκώνει τα μάτια του το αμέτρητο κοπάδι
των δαμασμένων σκλάβων,
όσων τα πόδια ξέμαθαν να τρέχουν
και τα χέρια δέθηκαν με τα περιττά που τους δόθηκε να κρατούν…

 
© Μανώλης Μεσσήνης

Καθημερινά


Κι εσύ που οράματα παραμερίζεις σταθερά
μετά από κάθε πτώση αναζητάς μια όαση

Μα είναι πάλι γεμάτος πέπλα τούτος ο καιρός
και κάθε πέπλο ελπίδα με μέτωπο σκυμμένο,
κι όλο μικρά πουλιά να φλυαρούν πετώντας
από κλαδί γυμνό σε άλλο…

Είναι πάλι κι εκείνη η πανάρχαια τριβή του άγνωστου, δες
πόσο εύκολα πεθαίνει η μέρα και
πόσο εύκολα ανασταίνεται –
ανέμελα σχεδόν ανεύθυνα
θα’λεγες σχεδόν κοροϊδευτικά…
 
 
© Μανώλης Μεσσήνης 

Εξίσταμαι

 
Όλες οι ώρες, οι μέρες, τα τοπία
κυλούν και σβήνουν·
τίποτα δεν μένει,
μόνο το δάκρυ στο σκοτάδι
κι οι έρημοι δρόμοι με τ’αγάλματα
και τ’άδεια μάτια
να παραμονεύουν
 
Κάνει κρύο
και με παγωμένα δάχτυλα δεν γράφονται στίχοι·
με άδεια κρανία δεν γεμίζει ο ουρανός,
δεν ανεβαίνει η καρδιά στη σέλα του ονείρου
Απόψε σφραγίζω κάθε χαραμάδα,
δεν θέλω να βλέπω
το πρόσωπο της νύχτας να περιμένει
έξω απ’την πόρτα μου βουβό
Απόψε μετρώ όλες μου τις ώρες,
όλες μου τις μέρες, όλα μου τα τοπία
σε μια αίσθηση
και εξίσταμαι·
 
όσο τα δέντρα τρυπούν τον ουρανό,
όσο τα βουνά δεν χαμηλώνουν,
όσο η θάλασσα ριγεί στο παραμύθι του ανέμου,
όσο ο ήλιος θα φωτίζει τη μάνα γη στην ώρα του,
όσο τ’αποδημητικά πουλιά θα επιστρέφουν στις ίδιες φωλιές,
δεν πιστεύω στον αυριανό μου θάνατο
 
 
© Μανώλης Μεσσήνης

 

Κάποια μέρα

 
Κάποια μέρα,
ίσως να στραγγίξει το αίμα μες στις φλέβες,
ίσως να μη θυμούνται τα πουλιά να πετούν,
μα εσύ θα θελήσεις κάτι να πεις
για όσα δεν έκανες και όσα δεν είπες·
τότε –
θα πασχίζεις να βρεις την άκρη της ιστορίας σου
σε άλλους ήχους πάνω,
και η μνήμη, ως Λόγος προφητικός,
πίσω απ’τις φτέρνες σου θα σέρνεται –
μοίρα και παιδεμός σου
©Μανώλης Μεσσήνης

Χωρίς φτερά

 
Ανόητε,
χωρίς φτερά πώς ξεκινάς
γυρεύοντας στα νέφη να πετάξεις,
 
αγκάλιασες τον κόσμο που κοιτάς
και θέλεις τώρα το άγνωστο ν’αδράξεις;
 
                                        Μοιάζεις, το βλέπεις,
                                        ατάραχο θολόνερο μιας λίμνης
Επίμονα ξεδιάλυνε του νου σου τον ιστό
διαλύοντας τα πρωτινά σκοτάδια
και ίσως μέσα να δεις
ό,τι από ψηλά προσμένεις
 
 
© Μανώλης Μεσσήνης

Του γλάρου το κόκκινο μαντήλι


Σκότωσαν τον γλάρο καθώς πετούσε
πάνω απ’των ονείρων του το μπλε,
και μαζί τη διάφανη χαρά του
Έμοιαζε λιπόθυμος μες στη γαλήνη
κρατώντας το κεφάλι του ψηλά
σαν κάτι να περίμενε,
και τα λευκά φτερά του
ξανοίχτηκαν στη θάλασσα
με τόση δύναμη
που αναστατώθηκε ο βυθός της
Αφροί τον κύκλωναν και πάνω τους
ξεδίπλωσε το κόκκινο μαντήλι του
Τον είχαν πληγώσει
τούτη τη φορά θανάσιμα…
Σκέπασε τους λευκούς αφρούς
το κόκκινο μαντήλι του,
κι όλη η θάλασσα
κι όλα τα βράχια αντίπερα
φόρεσαν το κόκκινο μαντήλι του…
 
 
© Μανώλης Μεσσήνης
 

Ύστατη μέθη


Σωρεύονται τα πάθη το'να πάνω στ'άλλο...
Ποιος μπορεί να μου ξεδιαλύνει εκείνο
που η τελείωσή του
είναι το ένδυμα της ιστορίας μου,
το ένδυμα ενός κόσμου κι ενός ιερού που μέσα μου υψώνονται...

Α! Τόσα χρόνια μόνο η μάχη με τη νύχτα μου κράτησε το χέρι
απ'τη μεγάλη πτώση μου
Τι θα γινόταν η έκφραση της μοναξιάς,
τι θα γινόταν η γαλήνη
         η αγωνία
         η συνείδηση,
τι θα γινόταν ο στοχασμός που πάει να υψωθεί πέρα απ'τους θόλους,
τι θα γινόταν η αίσθηση της μέθης!
Αυτό το αιώνιο τάχα με το ευαγγελικό βάθος
θα ήταν ακόμα ουσία
            μορφή
            μνήμη σε πυρωμένο αίμα!
Α! Τι θα γινόταν η ψυχή πέρα απ'τον άνθρωπο

Η γοητεία μιας φυγής στο άπειρο
θ'άλλαζε τον νόμο
γράφοντας με χέρι ανθρώπινο τη φύση μου,
πέρα απ'το απάτητο ενός προορισμού

Ω! Συγχωρήστε μου την τόση έξαρση
    Είμαι ολόκληρος μια αίσθηση
    Χίλια στόματα που γεύονται
    και τις ελάχιστες ρανίδες ζωής -
    ζώντας τη μοναδική - την ύστατη κραυγή της δημιουργίας


© Μανώλης Μεσσήνης

'Αγνωστη χώρα

 
Τον τρελό του οι άνεμοι άρχισαν χορό
με ουρλιαχτά φρικτά κάπου σε άξενη πλάση,                           
σε τοπία γυμνά – σε παγωμένη ώρα                                                1
σιωπηλά μια σκιά προσπερνά  
θρηνεί μες στων βάλτων τη χώρα
                                                                                              Σαν απλώνεται γύρω σκοτάδι
                                                                                              αχανείς ανοίγουν οι πυλώνες του Άδη
                                2                                                           Θολή η λόχμη προβάλλει,
                                                                                              σαν νεκρή – σιωπηλή,
                                                                                              σαν καρδιά αφημένη στη λήθη
Καλάμια στις όχθες φυτρώνουν
περιζώνοντας πυκνά τα νερά που λιμνάζουν,
μες στο τέλμα αιώνια τα πάντα σαπίζουν,                                     3
σαπρόφυτα μύρια,
μες στη λάσπη μόνο σκουλήκια ζουν 
                                                                                              Εδώ αυγή ποτέ δεν χαράζει,
                                                                                              η ψυχή στις ανέλπιδες όχθες ζει
                                4                                                           ατενίζοντας βουβή στη μεγάλη κοιλάδα
                                                                                              νερά θολωμένα – το έλος που μαυρίζει,
                                                                                              αν πεθαίνει ή ζει ούτε αυτή γνωρίζει
Βασιλεύει στυγνή στον ορίζοντα
και λιμνάζει αιώνια τη νύχτα, τη μέρα                                    
Βαθιά, σε παγωμένη ώρα,                                                                    5
ακαθόριστο ξέφωτο
η άγνωστη χώρα


© Μανώλης Μεσσήνης

Μεταμόρφωση


Άχραντο όνειρο μέσα από αχλύ
και τ’ασχημάτιστο που σχηματίζεται,
στο αχνό παιχνίδισμα της αυγής
χρωμάτων σύνθεση που ξεδιαλύνεται,
λευκά οράματα παίρνουν περίγραμμα ,
γυναίκα – μάγισσα σ’εσένα έρχεται
Στην κάτω χώρα μια απεικόνιση,
μια μετουσίωση και μια ενσάρκωση
και μια ανάμνηση απ’των αοράτων
την άπιαστη χάρη, τη θεία μορφή
Ασύλληπτο άρωμα γύρω της σκορπίζει
λευκοντυμένη σαν προχωρεί
φτάνει κοντά σου θριαμβική,
ναϊάδας γνέματα, σειρήνας χάδια,
ένα φιλί – νέκταρος κέρασμα
από συμπόσιο σε Ολύμπου δώματα
Είναι τα μάτια της γαλήνια θάλασσα,
είναι  το βλέμμα της ουράνιο φως,
είναι η φωνή της μια μελωδία,
είναι το Είναι της μια αρμονία,
είναι η αγκαλιά της μέθη κι ανέβασμα
σε Παραδείσου στερνό σκαλί
Άχραντο όνειρο μέσα από αχλύ
και τ’ασχημάτιστο που σχηματίζεται
κι απομακρύνεται,
με πάτημα ελαφρύ  και εξωτική
γυναίκα – μάγισσα απ’το προσκήνιο αποχωρεί
Στο αχνό τρέμουλο της δύσης
μέσα απ’το σύννεφο που ξεδιαλύνεται
αιθερογέννητη, θριαμβική
ολέθρου οπτασία αυτή ξανάρχεται
Είναι τα μάτια της άγρια θάλασσα,
είναι το βλέμμα της φωτιά της κόλασης,
είναι η φωνή της ύαινας ουρλιαχτό,
είναι το Είναι της άγονη έκταση,
είναι η αγκαλιά της τύλιγμα φιδιού,
είναι το χάδι της θανάτου άγγιγμα και γκρέμισμα
βαθιά σε Ταρτάρων στερνό σκαλί
Απαίσιο όνειρο μέσα από αχλύ
και τ’ασχημάτιστο που σχηματίζεται
κι απομακρύνεται,
με πάτημα ελαφρύ και εξωτική
γυναίκα – μάγισσα απ’το προσκήνιο αποχωρεί
© Μανώλης Μεσσήνης

Γνώση υψηλή

 
Γνώση,
χίμαιρες - θύελλες και προσμονή
Τι από μένα συ τάχα γυρεύεις
δείχνοντάς μου Ηλύσια,
μα κορφές υψώνοντάς μου;
Οι ευωδίες του Είναι σου στα χέρια σου ποτήρι,
στο διψασμένο σου παιδί τροφή
"Πιες, είπες,
πιοτό που λέγεται γητεύτρα ηδονή"
Την προσφορά τη ρούφηξα... ω θεϊκή μητέρα,
έμοιαζε με έρωτα κυλίστηκα, στου Βάκχου το μεθύσι,
κι ακούστηκες απόκοσμη, σαν ήχος μιας λύρας μακρινής :
"Παιδί, σαν με θαρρείς μητέρα,
θνητέ, ποιον έχεις για πατέρα;"
Ω μελωδία ανάκουστη, ω της σκέψης μου θρήνε,
ω τραγική μου ύπαρξη, καταραμένο είμαι γέννημα;
Ποιον έχω για πατέρα;
Μάνα ποιον έχεις έρωτα; Τα δώρα του ποθώ...
Τι θέληση με γέννησε,
τι οργίου άγρια νύχτα,
τι σπέρματα στο χάος έσμιξαν
και σπόρος πρόβαλα εγώ
βυζαίνοντας τα θέλγητρα φιλήδονης γεννήτρας;
Μιας συνουσίας ιερής, λάθος είμαι τάχα,
παιχνίδι μήπως ασήμαντο μιας θείας τραγωδίας;
Ω πάλη μου, βυθίστηκα στον ίλιγγο... κατρακυλώ
τελειώνοντας το έργο μου από την ειμαρμένη
κι απ'τις κορφές κι απ'τις κυλάδες των Μακάρων
που τα λυχνάρια έσβηναν του νου και της καρδιάς μου...

Γνώση, γνώση υψηλή...
νιώθοντας παιδί δικό σου βύζαξα
από τον οργασμό της σάρκας σου χυμό
Μα, εκείνη η ανθρώπινη ομορφιά
είναι πετράδι κι από σένα πιο λαμπρό,
το'να το κλείνει η σκέψη μου και τ'άλλο η ψυχή μου


© Μανώλης Μεσσήνης